Metron Analysis

Κουλτούρα συνεργασίας και ελληνικό πολιτικό σύστημα
22/10/2021

Γράφει ο Επιστημονικός συνεργάτης της Metron Analysis, Γιάννης Μπαλαμπανίδης

Στο συνέδριο του «Κύκλου Ιδεών», που έγινε στην Αθήνα στις 11-12 Οκτωβρίου, παρουσιάστηκαν στοιχεία μιας ειδικής έρευνας της Metron Analysis, η οποία επιχειρεί να ανιχνεύσει τις προτιμήσεις των πολιτών στο δίλημμα «Αυτοδύναμες κυβερνήσεις ή κυβερνήσεις συνεργασίας;» Η σχετική συζήτηση είναι σχετικά πρόσφατη στη χώρα μας, καθώς μέχρι την κρίση οι μονοκομματικές αυτοδύναμες κυβερνήσεις ήταν σχεδόν ο απόλυτος κανόνας στη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Στη δεκαετία της κρίσης, αντίθετα, δοκιμάστηκαν ποικίλα συνεργατικά σχήματα, πρωτόγνωρα για την έως τότε πολιτική εμπειρία μας και αρκετά ετερόκλητα, για να κλείσει το 2019 ένας κύκλος που άνοιξε περίπου δέκα χρόνια πριν, με την ανάδειξη εκ νέου μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης με κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ωστόσο, ενόψει του γεγονότος ότι οι επόμενες εκλογές, όποτε και αν γίνουν, θα διεξαχθούν με το σύστημα της απλής αναλογικής, το δίλημμα «αυτοδυναμία ή συνεργασία» τίθεται ξανά στο τραπέζι. Ας δούμε ορισμένα στοιχεία, τοποθετώντας τα στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο.

Μια ελληνική εξαίρεση

Στις δυτικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, οι κυβερνήσεις συνεργασίας δεν συνιστούν εξαίρεση. Αντίθετα, σημειώνουν αυξητική τάση καθ’ όλη τη μεταπολεμική περίοδο 1944-2009. Οι κυβερνήσεις συνεργασίας είναι κανονικότητα σε χώρες όπως το Λουξεμβούργο, το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Αυστρία, η Γερμανία και η Ισλανδία. Επίσης, οι μονοκομματικές κυβερνήσεις μειοψηφίας (με την ανοχή άλλων κομμάτων στο κοινοβούλιο) είναι σύνηθες φαινόμενο στην Ισπανία και στις σκανδιναβικές χώρες. Από την άλλη, οι αυτοδύναμες μονοκομματικές κυβερνήσεις αποτελούν κανόνα μόνο στη Μεγάλη Βρετανία και στην Ελλάδα – λαβάνοντας υπόψιν το εκλογικό σύστημα που ωθεί προς αυτή την κατεύθυνση: first-past-the-post στη Βρετανία και διάφορες εκδοχές της ενισχυμένης αναλογικής στην Ελλάδα.
Η τάση αποτυπώνεται μακροσκοπικά στον παρακάτω πίνακα1.Την περίοδο 1944-2009, κυρίαρχη μορφή είναι η πλειοψηφική κυβέρνηση συνεργασίας, και δη με αυξητική τάση, φτάνοντας έως και το 80%, ενώ δεν είναι ευκαταφρόνητο το ποσοστό κυβερνήσεων συνεργασίας που είναι ωστόσο μειοψηφικές (κυμαίνεται σε επίπεδα περί το 10%). Ένα επίσης ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι οι μονοκομματικές κυβερνήσεις κινούνται πτωτικά, αλλά κάπου γύρω στο 30-40% των περιπτώσεων· με την υποσημείωση ότι στις περισσότερες περιπτώσεις, το κυβερνών κόμμα δεν διέθετε την πλειοψηφία των εδρών στο κοινοβούλιο, δηλαδή κυβερνούσε με την κοινοβουλευτικη ανοχή άλλων, οιονεί «συμμαχικών» κομμάτων.

pic1

Όσον αφορά ειδικότερα την Ελλάδα, η περίοδος της Μεταπολίτευσης εμπεριέχει τόσο τον «κανόνα» όσο και την ανατροπή του. Στην Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία, καταγράφουμε ένα σύνολο 19 κυβερνήσεων, χωρίς να μετράμε τις υπηρεσιακές κυβερνήσεις αλλά ούτε τις περιπτώσεις όπου άλλαξε το πρόσωπο του πρωθυπουργού στην ίδια κυβερνητική θητεία (Ράλλης αντί Καραμανλή το 1980, Σημίτης αντί Παπανδρέου το 1996) – συμπεριλαμβάνοντας όμως την κυβέρνηση Παπαδήμου (2011), η οποία δεν προέκυψε μεν από εκλογές, ωστόσο στηρίχθηκε από τρία διαφορετικά κόμματα, αλλά και διακρίνοντας την τρικομματική κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ (2012) από τη δικομματική που προέκυψε μετά την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ (2013). Από αυτές τις 19 κυβερνήσεις, οι 12 είναι αυτοδύναμες μονοκομματικές και οι 7 συνεργασίας (αντίστοιχα 63% και 36%). Ο αριθμός των μονοκομματικών κυβερνήσεων αυξάνεται κατά κύριο λόγο χάρη στις 5 κυβερνήσεις συνεργασίας της περιόδου της κρίσης (2011-2019), ενώ προηγουμένως οι μόνες περιπτώσεις κυβέρνησης συνεργασίας είχαν προκύψει κατά τη βαθιά πολιτική κρίση του 1989-1990.

pic1

Αυτό δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Στον ευρωπαϊκό Νότο, η κρίση προκάλεσε σημαντικές αναταράξεις και στο κομματικό σύστημα. Η «εκλογική επιδημία» του 2009-2015 σήμανε την «τιμωρία» μεγάλων κυβερνητικών κομμάτων, την εμφάνιση και εν μέρει εγκαθίδρυση νέων challenger parties, καθώς και αλλεπάληλες εκλογικές αναμετρήσεις. Το αποτέλεσμα ήταν η «κυβερνητική επιδημία» του 2015-20192, καθώς ορισμένα από αυτά τα αναδυόμενα «κόμματα-διεκδικητές» σχημάτισαν ή συμμετείχαν σε κυβερνητικά σχήματα συνεργασίας (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, Podemos, 5 Stelle, Lega Nord, πορτογαλική Αριστερά).

Οι τάσεις στην Ελλάδα

Υπό αυτό το πρίσμα της ρευστότητας και της μακροσκοπικής τάσης προς συνεργατικά σχήματα, που τα τελευταία χρόνια ενισχύθηκε και στον ευρωπαϊκό Νότο (ενώ είναι μάλλον παγιωμένο στον Βορά), μπορούν να διαβαστούν τα ευρήματα για το ελληνικό κοινό. Στο κλασικό ερώτημα ποιον τύπο κυβέρνησης προτιμούν οι πολίτες3, έστω και οριακά προκρίνονται οι κυβερνήσεις συνεργασίας. Καταγράφεται δε μια «πόλωση»: όσοι τοποθετούνται στα αριστερότερα του άξονα Αριστερά-Δεξιά τείνουν σαφώς να προτιμούν τις κυβερνήσεις συνεργασίας, ενώ όσοι τοποθετούνται δεξιότερα προκρίνουν τις αυτοδύναμες – στοιχείο που ενδεχομένως συνδέεται και με τους παρόντες συσχετισμούς αλλά και με την «παράδοση» των δύο παρατάξεων (υπέρ της αναλογικότητας η Αριστερά, υπέρ της αυτοδυναμίας η Δεξιά).

pic1

Έχει ωστόσο ενδιαφέρον και η μακροσκοπική εξέλιξη αυτού του ερωτήματος. Η προτίμηση για κυβερνήσεις συνεργασίας έφτανε το 2013 το 75%, σημειώνοντας πτωτική τάση μέχρι το 2019, οπότε και η πρώτη αυτοδύναμη κυβέρνηση μετά το 2009 συνέπεσε με την «ισοπαλία» στις προτιμήσεις για αυτοδύναμες ή συνεργατικές κυβερνήσεις. Ενδεχομένως, η τάση προς κυβερνήσεις συνεργασίας ήταν παράγωγο της κρίσης του πολιτικού συστήματος μετά το 2010, της διάθεσης «τιμωρίας» των μεγάλων και άλλοτε αυτοδύναμων κομμάτων και της «δοκιμής» κομμάτων και σχημάτων που αναδύθηκαν στην κρίση. Η επιστροφή στο 50-50% το 2019 υποδεικνύει ότι δεν παγιώθηκε στο κοινό μια κουλτούρα υπέρ των κυβερνήσεων συνεργασίας, και αυτό ενδέχεται να συνδέεται με το πώς αποτιμώνται οι συνεργατικές κυβερνήσεις της κρίσης. Από την άλλη, η τάση δεν αντιστράφηκε ώστε να επικρατεί σαφώς το αίτημα για μονοκομματικές κυβερνήσεις, πράγμα που ίσως σημαίνει ότι το αίτημα για κυβερνήσεις συνεργασίας παραμένει εν δυνάμει και δεν αποκλείεται να αναδειχθεί ξανά κυρίαρχο σε μια συγκυρία πολιτικής κρίσης και αστάθειας.

pic1

Οι επόμενες εκλογές

Δεδομένου ότι οι επόμενες εκλογές θα διεξαχθούν με το σύστημα της απλής αναλογικής, που λειτουργεί αποτρεπτικά για μεγάλες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, το δίλημμα αποκτά επικαιρότητα – υπό τον όρο βέβαια ότι θα βρεθούν οι «ενδιαφερόμενοι» πολιτικοί παίκτες. Τα κόμματα, ως ορθολογικοί δρώντες, επιχειρούν να προσαρμόσουν τη στρατηγική τους ανάλογα με τα πιθανά σενάρια συνεργασίας (επιδίωξη κυβερνητικών θέσεων / office-seeking, είτε κυβερνητική συμμετοχή με στόχο την προώθηση μιας συγκεκριμένης πολιτικής ατζέντας / policy-seeking4 ). Από τη μεριά των ψηφοφόρων, η απλή αναλογική ενθαρρύνει διάφορες εκδοχές της «στρατηγικής/τακτικής ψήφου». Οι πολίτες ψηφίζουν «αναδρομικά» (αξιολόγηση της απερχόμενης κυβέρνησης) όσο και «προοπτικά» (αξιολόγηση των προτάσεων κάθε κόμματος και των πιθανοτήτων να βρεθεί στην κυβέρνηση)5.
Στο ενδεχόμενο να τεθεί στις επόμενες εκλογές το ερώτημα «κυβέρνηση συνεργασίας ή δεύτερες εκλογές», η απάντηση μοιάζει σαφέστερη: κυβέρνηση συνεργασίας (57% έναντι 39% υπέρ επαναληπτικών εκλογών). Επιλογή εξίσου ισχυρή τόσο στις νεότερες όσο και στις μεγαλύτερες ηλικίες, η οποία όμως αντιστρέφεται με κριτήριο την πολιτική τοποθέτηση: οι ψηφοφόροι της ΝΔ και εν γένει οι κεντροδεξιοί και δεξιοί προκρίνουν τις επαναληπτικές εκλογές, οι λοιποί την κυβέρνηση συνεργασίας. Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με την καταγραφή μιας μικρής υπεροχής των στάσεων υπέρ (επί της αρχής) των κυβερνήσεων συνεργασίας, ενδεχομένως υποδεικνύει μια ετοιμότητα, αν όχι ένα «αίτημα», να διερευνηθεί σοβαρά το ενδεχόμενο κυβέρνησης συνεργασίας.

pic1

Ως προς τα πιθανά σχήματα συνεργασίας, κανένα δεν φαίνεται να κατακτά σαφώς την καρδιά των ψηφοφόρων. Το πλέον επιθυμητό είναι το σχήμα ΝΔ-ΚΙΝΑΛ (29%), με μεγάλα ποσοστά αποδοχής στους ψηφοφόρους και των δύο κομμάτων (60%), χαμηλότερα ποσοστά αποδοχής στις νεαρές ηλικίες και μεγαλύτερα στις ηλικίες 55+. Ένα ενδεχόμενο σχήμα ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ έρχεται δεύτερο με 14%, ωστόσο με χαμηλό ποσοστό αποδοχής στους ψηφοφόρους του ΚΙΝΑΛ (11%), σημαντικά ποσοστά αποδοχής στους ψηφοφόρους από το Κέντρο προς τα αριστερά, και ηλικιακά ισομοιρασμένο. Η πιθανότητα «μεγάλου συνασπισμού» ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ συγκεντρώνει το 13% των προτιμήσεων. Έχει ενδιαφέρον ότι ακολουθούν δύο «ιδεολογικά συναφείς» συνδυασμοί: ΣΥΡΙΖΑ-ΜΕΡΑ 25 (12%), με αυξημένα ποσοστά σε όσους τοποθετούνται στην Αριστερά αλλά και στις ηλικίες 17-44, και ΝΔ-Ελλ. Λύση (9%), με αυξημένο ποσοστό στους δεξιούς και κεντρο-δεξιούς και στις ηλικίες 35-54.

pic1

Στο πιθανό ενδεχόμενο μη σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης, οι παράμετροι που ενδεχομένως καθορίσουν την πολιτική διαπραγμάτευση, εφόσον προκύψει, είναι πολλές: ποιο ή ποια κόμματα θα βρεθούν σε ρόλο «ρυθμιστή» για τον σχηματισμό κυβέρνησης, από μια κυβέρνηση μειοψηφίας με κοινοβουλευτική ανοχή άλλων κομμάτων μέχρι έναν συνασπισμό με τον απολύτως απαραίτητο αριθμό εδρών (minimum-wining coalition6)· τι είδους οσμώσεις και συναινέσεις πάνω σε συγκεκριμένα πολιτικά θέματα ή σε δημόσιες πολιτικές θα έχουν αναπτυχθεί έως τότε ανάμεσα στα κόμματα που είναι πιθανό να συμμετάσχουν σε συνεργατικό σχήμα (ακόμη και αν δεν γειτνιάζουν στην κλίμακα Αριστερά-Δεξιά, όπως συμβαίνει συχνότερα απ’ ό,τι πιστεύουμε7)· πώς θα αποτιμηθεί «αναδρομικά» η επίδοση της σημερινής αυτοδύναμης κυβέρνησης αλλά και «προοπτικά» οι πολιτικές πλατφόρμες των κομμάτων.
Τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό: έχει σημασία η επιχειρηματολογία που κάθε κόμμα θα διαμορφώσει στο δρόμο προς τις εκλογές όσον αφορά το πιθανό ερώτημα«κυβέρνηση συνεργασίας ή δεύτερες εκλογές» – ανεξαρτήτως εάν τελικά αυτό τεθεί με πραγματικούς όρους. Αν ισχύει ότι η πλειονότητα των ερωτηθέντων προτιμά το πρώτο παρά το δεύτερο, πιθανόν αποδυναμώνεται μια στρατηγική που δίνει έμφαση στην ανάγκη αυτοδύναμης κυβέρνησης ως συνώνυμο της πολιτικής σταθερότητας, και ενισχύεται μια στρατηγική που αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο προγραμματικών συγκλίσεων. Ταυτόχρονα, κερδίζει σε συνοχή αυτή η δεύτερη επιλογή, σε βάρος μιας στρατηγικής αυτοδυναμίας, η οποία αναλόγως με το αποτέλεσμα της κάλπης, και σε μια ενδεχόμενη διαδικασία διαπραγματεύσεων, θα «εξαναγκαστεί» να προτάξει την επιλογή υπέρ των κυβερνήσεων συνεργασίας.

Συνεργασίες και πολώσεις

Υπό το φως των παραπάνω, προκύπτει το ερώτημα εάν υπάρχουν ενδείξεις ότι αναπτύσσεται μία πολιτική κουλτούρα που τείνει στη συνεργασία και τον πλουραλισμό παρά σε πιο συγκεντρωτικά και «μονολιθικά» μοντέλα πολιτικής – μια παραλλαγή αυτού που στη βιβλιογραφία είναι γνωστό ως διάκριση ανάμεσα σε «θιασώτες της ελευθερίας» (libertarians) και «θιασώτες του αυταρχισμού» (authoritarians), η οποία τέμνει τον άξονα Αριστερά-Δεξιά8. Μία κουλτούρα διαμοιρασμού, συνεργασίας και αλληλεπίδρασης του «πλήθους», με την οποία έρχονται σε επαφή όσοι είναι περισσότερο εξοικειωμένοι με το διαδίκτυο και τις νεότερες τάσεις που ευνούν τα «κοινά» (από τα social media μέχρι πλατφόρμες σαν τη Wikipedia και το crowdfunding).
Πρόκειται άραγε για την ανάδυση μιας κουλτούρας συνεργασίας, όχι με τη «διαδικαστική» έννοια, που δοκιμάστηκε σε πολλά εγχειρήματα «κόμματος-δικτύου», αλλά με την ευρύτερη έννοια μιας προτίμησης της συνεργασίας σε βάρος του συγκεντρωτισμού; Αν ναι, ίσως να σχετίζεται και με ένα γενεακό ρήγμα. Για παράδειγμα, στην επί της αρχής τοποθέτηση υπέρ των κυβερνήσεων συνεργασίας ή των αυτοδύναμων, παρατηρείται μια σαφής σχέση των απαντήσεων με την ηλικία. Στο 47,1% υπέρ των μονοκομματικών κυβερνήσεων, οι ηλικίες που προκρίνουν εντονότερα αυτή την επιλογή είναι 45-54 και 65+ (56,5% και 52,3% αντίστοιχα). Αντίθετα, στο 49,1% που προκρίνουν τις κυβερνήσεις συνεργασίας, οι πιο «φανατικοί» υποστηρικτές είναι οι νεότεροι (57% στους 17-34 και 54,4% στους 35-44).
Βέβαια, διαχρονικά στην Ελλάδα η στάση της κοινής γνώμης είναι μάλλον θετική προς την ιδέα των κυβερνήσεων συνεργασίας, ωστόσο σπανιότερα εκφράζεται και στην κάλπη. Άλλωστε, αυτό που οδήγησε στο παρελθόν σε κυβερνήσεις συνεργασίας στη χώρα ήταν μάλλον η χαμηλή πολιτική εμπιστοσύνη και η δυσαρέσκεια προς το πολιτικό σύστημα παρά μια γνήσια διάθεση πολιτικών συνθέσεων.
Η εικόνα πάντως είναι ρευστή, καθώς η σημερινή πολιτική συγκυρία βρίσκεται σε φάση «αναμονής», στην οποία ακόμη διαμορφώνονται οι τάσεις που ενδεχομένως θα αποκρυσταλλωθούν στις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Ας θεωρήσουμε προσώρας ανοιχτό το ερώτημα εάν η υπόθεση περί συνεργασιών θα αποτελέσει τελικά αντικείμενο διαλόγου ή θα παρακαμφθεί για λόγους τακτικής, ιδίως από τα μικρότερα κόμματα (π.χ. σε ποιο βαθμό, ενόψει της εκλογής νέου αρχηγού στο ΚΙΝΑΛ, ο τύπος διακυβέρνησης θα αποτελέσει αντικείμενο πολιτικής συζήτησης). Χωρίς «ενδιαφερόμενους», το δίλημμα αυτοδυναμία ή συνεργασία θα παραμείνει στο επίπεδο της πολιτικής επικοινωνίας.
Η ανάδειξη μιας κουλτούρας συνεργασιών (στην ελληνική περίπτωση μάλλον «εξαναγκαστική» παρά εκούσια), το ίδιο και οι πιθανοί κυβερνητικοί συνασπισμοί που θα ήταν αδιανόητοι πριν από 10 χρόνια, μπορεί να επιβεβαιώνει την υπόθεση περί «μεταπολιτικής», δηλαδή τη μετάβαση από ένα μοντέλο πόλωσης (Αριστερά-Δεξιά) σε ένα πιο συναινετικό, στο οποίο οι mainstream πολιτικές δυνάμεις συγκλίνουν προς το «κέντρο» – αφήνοντας όμως χώρο σε ριζοσπαστικές/αντισυστημικές δυνάμεις στα αριστερά και στα δεξιά. Ταυτόχρονα, ο κανόνας των κυβερνήσεων συνεργασίας στη μεταπολεμική Ευρώπη δεν σημαίνει και ότι οι διαιρέσεις έχουν ξεπεραστεί. Ειδικά μετά το 2008, αναδύονται πολλαπλές πολώσεις που τέμνουν τον άξονα Αριστερά-Δεξιά (συστημισμός-αντισυστημισμός, αυταρχισμός-ελευθερία, γενεακό ρήγμα κλπ). Η πολιτική συνεχίζει να σημαίνει και σύγκρουση και συναίνεση. Όπως λέει ο Ζακ Ζυλιάρ, «οι εκλογές κερδίζονται στο κέντρο αλλά όχι από το κέντρο».




ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Sarah B. Hobolt, Jeffrey A. Karp, «Voters and Coalition Governments», Electoral Studies, νο. 29, 2010. Βασίζεται σε στοιχεία από 17 χώρες και 479 κυβερνητικά σχήματα για μια περίοδο 64 ετών.
2. Anna Bosco & Susannah Verney, «From Electoral Epidemic to Government Epidemic: The Next Level of the Crisis in Southern Europe», South European Society and Politics, 21/4, 2016.
3. Βλ. ενδεικτικά: European Social Survey (2012)· British Social Attitudes survey (2015)· Νέα Ζηλανδία μετά την αλλαγή του εκλογικού συστήματος από first-past-the-post σε αντιπροσωπευτικό (2001), βλ. J. Karp & S. Bowler, «Coalition government and satisfaction with democracy: An analysis of New Zealand’s reaction to proportional representation», European Journal of Political Research, 40: 57-79, 2001.
4. Wolfang Müller, «Government Formation», στο Todd Landman & Neil Robinson (επιμ.), The SAGE Handbook of Comparative Politics, Sage Publishing, 2009.
5. Sarah B. Hobolt & Jeffrey A. Karp, «Voters and Coalition Governments», Electoral Studies, νο. 29, 2010.
6. William Riker, The Theory of Political Coalitions, Yale University, 1962· Michael Leiserson, Coalitions in Politics: A Theoretical and Empirical Study, Yale University, 1966.
7. Mark N. Franklin, Thomas T. Mackie, «Familiarity and Inertia in the Formation of Governing Coalitions in Parliamentary Democracies», British Journal of Political Science, τόμ. 13, τχ. 3, 1983.
8. Herbert Kitschelt, The transformation of European social democracy, Cambridge University Press, Cambridge 1994.

Share on Facebook0Tweet about this on TwitterShare on LinkedIn0